- δαϊκτήρ
- δᾰϊκτ-ήρ, ῆρος, ὁ,A slayer, murderer, of Ares, Alc.28.2 as Adj., heart-rending,
γόος A.Th.916
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γόος A.Th.916
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαϊκτήρ — ( ῆρος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] 1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη) 2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ) … Dictionary of Greek
δαικτήρ — δαϊκτήρ , δαικτήρ slayer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ … Dictionary of Greek
δαικτῆρος — δαϊκτῆρος , δαικτήρ slayer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)